ευκατάγωγος

ευκατάγωγος
εὐκατάγωγος, -ον (ΑΜ)
1. (για καταπέλτη) αυτός που πέφτει εύκολα προς τα κάτω
2. αυτός στον οποίο προσορμίζεται κάποιος εύκολα («λιμένα γὰρ ἔχει εὐκατάγωγον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-άγω «οδηγώ προς τα κάτω, προς την παραλία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐκατάγωγον — εὐκατάγωγος easy to wind up masc/fem acc sg εὐκατάγωγος easy to wind up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταγώγους — εὐκατάγωγος easy to wind up masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάγωγα — εὐκατάγωγος easy to wind up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”