- ευκατάγωγος
- εὐκατάγωγος, -ον (ΑΜ)1. (για καταπέλτη) αυτός που πέφτει εύκολα προς τα κάτω2. αυτός στον οποίο προσορμίζεται κάποιος εύκολα («λιμένα γὰρ ἔχει εὐκατάγωγον», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-άγω «οδηγώ προς τα κάτω, προς την παραλία»].
Dictionary of Greek. 2013.